Tα «εικονικά» φάρμακα (Placebo/Nocebo), αν και θεωρούμενα ως φαρμακολογικά ανενεργά, φαίνονται παρόλαυτα ικανά να επιφέρουν ποικίλες θετικές ή αρνητικές επιδράσεις στον οργανισμό. Υπό την έννοια αυτή, το placebo τείνει να συνδέεται συχνά με φαινόμενα μειωμένης αίσθησης του πόνου, αλλά και αισθητής βελτίωσης στη θεραπεία της υπέρτασης, της νόσου Parkinson αλλά και της κατάθλιψης, ή ακόμα και να εμπλέκεται θετικά σε διάφορες χειρουργικές επεμβάσεις. Αντίστροφα, το φαινόμενο nocebo τείνει να «ενοχοποιείται» για την πρόωρη και άκαιρη διακοπή μιας φαρμακευτικής αγωγής, καθώς και για μια σειρά από -λογικώς «ανεξήγητες»- αρνητικές παρενέργειες (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Τι συμβαίνει όμως στην πραγματικότητα, και τι ρόλο παίζουν οι ατομικές προσδοκίες ή οι ιατρικές «υποβολές» στην έκβαση μιας θεραπείας;
Η ετυμολογία της λέξης placebo ανάγεται στη λατινική ρίζα «placare», που υποδηλώνει την απόλαυση (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Ως εκ τούτου, το ψυχο-βιολογικό φαινόμενο «placebo» αναφέρεται στις αναπάντεχες ευεργετικές επιδράσεις αγνώστων παραγόντων που σχετίζονται έμμεσα με μία θεραπευτική παρέμβαση (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Πιο συγκεκριμένα, ο εν λόγω όρος περιγράφει συνήθως ένα χημικά ανενεργό σκεύασμα το οποίο δεν δύναται λογικά να επιδράσει στο βιο-χημικό υπόβαθρο μιας ορισμένης κλινικής πάθησης, εντούτοις, φαίνεται να ασκεί μια υποδόρια επίδραση στον οργανισμό του ατόμου μέσω ενός –μερικώς- άγνωστου μηχανισμού.
Ιστορικά, η πρώιμη λογική πίσω από τη χρήση εικονικών φαρμάκων placebo, επεδίωκε τη διάκριση, έλεγχο και κατανόηση της δράσης μιας πραγματικής θεραπείας (πειραματική ομάδα) συγκριτικά με την απουσία θεραπείας, ή την εφαρμογή μιας «πλασματικής» θεραπείας (ομάδα ελέγχου) (Bootzin & Bailey, 2005). Εντούτοις, συν τω χρόνω φάνηκε πως η πλασματική/εικονική θεραπεία καθαυτή μπορούσε να οδηγήσει σε θετικές ή αρνητικές αντιδράσεις στα υποκείμενα.
Υπό την ίδια έννοια, η χρήση του όρου placebo διευρύνθηκε σταδιακά, φτάνοντας σήμερα να συμπεριλαμβάνει όχι μόνο φαρμακολογικά ανενεργές ουσίες, αλλά και πλασματικές εγχειρήσεις ή λοιπές συμπτωματικές/δευτερογενείς παραμέτρους της θεραπευτικής διαδικασίας, όπως η στωικότητα ή αυταρχικότητα του θεραπευτή κ.α. (Bootzin & Bailey, 2005).
Στο πλαίσιο αυτό, η καλύτερα μελετημένη ερευνητική περιοχή είναι εκείνη του πόνου, καθώς σωρεία ευρημάτων έχουν υποδείξει πως ασθενείς που έλαβαν ένα ανενεργό σκεύασμα πιστεύοντας πως επρόκειτο για αναλγητικό (placebo), επέδειξαν στη συνέχεια μεγαλύτερη ανοχή στον πόνο, σε αντίθεση με όσους έλαβαν το ίδιο σκεύασμα χωρίς όμως περεταίρω πληροφόρηση αναφορικά με τη φύση και δράση του (Benedetti, Lanotte, Lopiano, & Colloca, 2007∙ Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008).
Από την άλλη πλευρά, η πιο «προκλητική» περίπτωση αποτελεσματικής δράσης του placebo, περιγράφεται στην έρευνα των Moseley και συν. (2002). Πιο συγκεκριμένα, οι εν λόγω ερευνητές συνέκριναν τα μακροπρόθεσμα θεραπευτικά αποτελέσματα μίας ομάδας ασθενών που υπέστησαν πραγματική αρθροσκοπική επέμβαση για τη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, και μιας ομάδας ελέγχου η οποία «παραπλανήθηκε» πιστεύοντας πως υπέστη επέμβαση (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Τα αποτελέσματα ήταν πράγματι αποκαλυπτικά: Και οι δύο ομάδες θεραπεύτηκαν αισθητά, και μάλιστα διατήρησαν την καλή τους φόρμα για τουλάχιστον ένα έτος μετά το πέρας της πραγματικής αλλά και της «εικονικής» επέμβασης.
Επιπλέον, πολλοί μελετητές τονίζουν πως καλύτερα αποτέλεσματα παρατηρούνται στην περίπτωση που το εικονικό σκεύασμα δεν είναι πλήρως ανενεργό, αλλά δημιουργεί κάποιες παρενέργειες, άσχετες όμως με την πραγματική κλινική κατάσταση ή θεραπεία της, δημιουργώντας στους ασθενείς μια ακόμα πιο «πειστική ψευδαίσθηση» και εξ΄ου μεγαλύτερες θεραπευτικές προσδοκίες (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008).
Καταλήγωντας, εξίσου εντυπωσιακή είναι η υπόθεση των Shapiro και Shapiro (1997), πως «Τα μισά από τα φάρμακα που χορηγούνταν σε ασθενείς τη δεκαετία του ’50, στηρίζονταν στη δράση του placebo, καθώς η πραγματική θεραπευτική τους αξία έχει αμφισβητηθεί κατά κόρον».
Από την άλλη πλευρά, το φαινόμενο «nocebo», ή αρνητικό placebo (Benedetti, Lanotte, Lopiano, & Colloca, 2007), που στα λατινικά σημαίνει «θα βλάψω» (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002), αναφέρεται σε αρνητικές επιδράσεις μιας παθητικής ή πλασματικής θεραπείας, οι οποίες όμως δεν μπορούν να εξηγηθούν με βιοχημικούς όρους (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008).
Στην πράξη, το nocebo περιγράφει -τουλάχιστον- τέσσερα διαφορετικά φαινόμενα:
1) «Αληθινό» φάρμακο με παράδοξες παρενέργειες
Μια από τις εκφάνσεις του nocebo αφορά σε (αρνητικές) φαρμακολογικές παρενέργειες, οι οποίες όμως δεν μπορούν να αποδοθούν στο ενεργό σκεύασμα καθαυτό∙ δεν είναι δηλαδή εξαρτώμενες από τη σύσταση ή τη χορηγούμενη δοσολογία του φαρμάκου (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002).
Σε συμφωνία με τα παραπάνω, η έρευνα των Khosla και συν. (όπως αναφέρεται στους Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002) σε 126 εθελοντές που λάμβαναν διαφορετική αγωγή, υπέδειξε πως το 73% αυτών ανέφερε παρόμοιες «ανεξήγητες» παρενέργειες μέσα στις επόμενες τρεις μέρες από την έναρξη της θεραπείας, οι συνηθέστερες εκ των οποίων ήταν η κούραση, ο πονοκέφαλος, η δυσκολία συγκέντρωσης και η υπνηλία (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002).
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε πως τα περισσότερα φαινόμενα nocebo αυτής της κατηγορίας (πραγματικά φάρμακα που δεν αναμένονται όμως να οδηγούν σε τέτοιες παρενέργειες) δεν αναφέρονται συχνά στη σχετική βιβλιογραφία, καθώς είναι αρκετά δύσκολο να διαχωριστούν οι πραγματικές από τις μη αναμενόμενες φαρμακολογικές παρενέργειες (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002).
2) «Πλασματικό» φάρμακο με προσδοκώμενες αρνητικές παρενέργειες
Πρόκειται για αρνητικά συμπτώματα προκαλούμενα από ένα εικονικό φάρμακο, φερόμενο όμως ως υπεύθυνο για τις σχετικές παρενέργειες. Στην περίπτωση αυτή, το υποκείμενο αφήνεται να πιστεύει πως πρόκειται για πραγματικό φάρμακο, ενώ παράλληλα ενημερώνεται προκαταβολικά για τις αρνητικές επιδράσεις που καλείται να αναμένει κατόπιν της χορήγησης αυτής της ουσίας (Benedetti, Lanotte, Lopiano, & Colloca, 2007∙ Bootzin & Bailey, 2005). Στην περίπτωση της μελέτης του πόνου, για παράδειγμα, αρνητικές λεκτικές υποβολές φαίνεται πως αυξάνουν την ανησυχία του υποκειμένου, ενεργοποιώντας τελικά έναν νευροδιαβιβαστή (CCK) υπεύθυνο για την μεταφορά του πόνου (Benedetti, Lanotte, Lopiano, & Colloca, 2007).
3) Voodoo-death
O όρος «Voodoo death», γνωστός και ως «προσδοκία νόσου» (expectations of sickness), (Bootzin & Bailey, 2005) εισήχθη τη δεκαετία του ’40 στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία από τον Walter Bradford Cannon, αναφερόμενος σε αιφνίδιους θανάτους εξαιτίας … φόβου! Στο πλαίσιο αυτό, ανεκδοτολογικές μαρτυρίες ανά τον κόσμο περιστρέφονται γύρω από τον ίδιο άξονα: Την ευθεία, δηλαδή, αρνητική ανταπόκριση ενός ατόμου απέναντι σε μια σειρά από μαγικο-ιατρικές τελετουργίες φερόμενες ως ειδικά σχεδιασμένες έτσι ώστε να επιφέρουν κάποια νόσο (Samuels, 2007).
Σήμερα, σχετικές περιπτώσεις αιφνίδιου θανάτου εν όψει ενός στρεσογόνου ερεθίσματος, τείνουν να αποδίδονται στην παρακώλυση της ομαλής δραστηριότητας τόσο του συμπαθητικού όσο και του παρασυμπαθητικού συστήματος (Samuels, 2007).
4) Αντίστροφο Placebo
Στην περίπτωση αυτή το υποκείμενο που λαμβάνει μια ουσία placebo (χωρίς να λάβει «αρνητικές οδηγίες»), ανταποκρίνεται σε αυτή σαν να επρόκειτο για πραγματικό φάρμακο, αντιδρώντας όμως αρνητικά, και εκδηλώνοντας ενοχλητικές αντί για θετικές παρενέργειες (Bootzin & Bailey, 2005).
Το παράδειγμα του κύριου Wright!
Στο σημείο αυτό, για να κατανοήσουμε καλύτερα τα δυο περιγραφόμενα φαινόμενα, ας εξετάσουμε την ακόλουθη ανεκδοτολογική (και πιθανώς… παρατραβηγμένη) περίπτωση ενός ασθενούς που έγινε… έρμαιο των πεποιθήσεών του.
O εν λόγω ασθενής διεγνώσθη με καρκίνο και ως εκ τούτου ελάχιστο υπολειπόμενο χρόνο ζωής. Ο γιατρός του τού συνέστησε ένα «φάρμακο» που χρησιμοποιείτο σε άλογα, υποσχόμενος ταχεία ίαση. Μερικές μέρες αργότερα ο ασθενής εγκαταλείπει το νοσοκομείο υγιής! Οι εξετάσεις του δεν φανερώνουν δείγματα νόσου. Μήνες αργότερα, ο ίδιος ασθενής επιστρέφει καταπτοημένος, αποκαλύπτοντας πως έχει πληροφορηθεί πως το «θαυματουργό φάρμακο» ήταν απάτη. Οι εξετάσεις του και πάλι φανερώνουν σημεία καρκίνου. Για δεύτερη φορά τού χορηγείται το ίδιο σκεύασμα, με τον γιατρό του να τού υπόσχεται εκ νέου θεραπεία. Πράγματι τα αποτελέσματα είναι… εντυπωσιακά. Καιρό αργότερα ο ασθενής επιστρέφει, βέβαιος πως πάσχει από καρκίνο, καθώς, όπως έχει πληροφορηθεί και πάλι από τρίτους, το σκεύασμα ήταν απάτη. Ο ασθενής πεθαίνει λίγο καιρό αργότερα από καρκίνο (Beauregard, 2012).
Απόπειρες Ερμηνείας
Πώς ερμηνεύονται όμως τα παραπάνω ευρήματα; Και ποια η σχέση τους με την προσωπικότητα και τις υποκειμενικές προσδοκίες, αλλά και την οργανισμική λειτουργία ή το θεραπευτικό πλαίσιο; Τέσσερεις τομείς έρευνας προσφέρουν διαφορετικά θεωρητικά πλαίσια.
1) Κλασσική μάθηση και προσδοκίες
Η συνηθέστερη ερμηνεία των παράδοξων αυτών ευρημάτων, τείνει να τα αποδίδει στην προηγούμενη γνώση και προσδοκίες του ασθενούς. Υπό την έννοια αυτή, ένα άτομο εξοικειωμένο με τη λειτουργία, τη δράση αλλά και τις παρενέργειες ενός φαρμάκου, είναι λογικό να έχει συγκεκριμένες προσδοκίες όταν λαμβάνει το εν λόγω φάρμακο (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002). Π.χ. ένα παυσίπονο αναμένεται να ανακουφίσει τον ασθενή από τα συμπτώματα του πονοκεφάλου.
Από την άλλη πλευρά, η υπόθεση αυτή είναι αμφισβητήσιμη, καθώς μελέτες έχουν υποδείξει πως ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, εάν οι ασθενείς λάβουν διαφορετικές οδηγίες, ενδέχεται να «τροποποιηθεί» και η συνήθης/αναμενόμενη αντίδραση σε ένα σκεύασμα (π.χ. ένα μυοχαλαρωτικό να δράσει ως διεγερτικό αν ο ασθενής παραπλανηθεί σχετικά με τη φύση του σκευάσματος) (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Οπως και να έχει, η αναγνώριση της σημασίας αλλά και επίδρασης των προσδοκιών, αποτελεί από μόνη της μια γενναία παραδοχή.
2) Βιοχημικές αντιδράσεις στον οργανισμό
Κλινικές παρατηρήσεις έχουν επισημάνει πως κατά τη θεραπεία placebo/nocebo ενεργοποιούνται συγκεκριμένες εγκεφαλικές περιοχές, οι οποίες σχετίζονται με συμπεριφορές ανταμοιβής ή κινήτρων ή επιτελούνται συγκεκριμένες βιοχημικές διεργασίες στον οργανισμό, συμπεριλαμβανομένης της ενδογενούς έκκρισης ή αναστολής της έκκρισης οπιούχων ουσιών (Bootzin & Bailey, 2005Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008∙(Scott, Stohler, Egnatuk, Wang, Koeppe, & Zubieta, 2008).
Εν ολίγοις, οι σχετικές νευροβιολογικές έρευνες υποδεικνύουν την αλληλεπίδραση ανάμεσα στις ατομικές, νοητικές και ψυχολογικές προσδοκίες και την οργανισμική αντίδραση (Benedetti, Lanotte, Lopiano, & Colloca, 2007), υπονοώντας πως οι θεωρίες του υλισμού που αμφισβητούν την αυτόνομη φύση της συνειδητότητας είναι μάλλον υπεραπλουστευτικές (Beauregard, 2012).
3) Προσωπικότητα
Ειδικά στην περίπτωση του nocebo, φαίνεται να συνεργούν προϋπάρχοντες ψυχικοί παράγοντες όπως νευρώσεις, άγχος, απαισιοδοξία, φοβίες, τάσεις σωματοποίησης, ή υποχονδριακές τάσεις, υπό την προϋπόθεση, όμως, παράλληλης εμπλοκής κάποιου άλλου εκλυτικού (στρεσογόνου) παράγοντα (Rief, Hofmann, & Nestoriuc, 2008). Επιπλέον, στην περίπτωση που προϋπάρχουν ασαφείς ενοχλήσεις πριν τη λήψη του φαρμάκου, τα εν λόγω υποκείμενα είναι πιθανότερο να τις αποδώσουν μεταγενέστερα στη δράση του φαρμάκου (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002).
Συμπερασματικά, το σχετικό φαινόμενο μοιάζει να είναι συνηθέστερο σε άτομα που «προσδοκούν» αντίστοιχες παρενέργειες, ή έχουν συνδέσει νοερά τη λήψη φαρμάκων με την αιτιοκρατική εκδήλωση παρενεργειών (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002).
4) Αλλοι παράγοντες
Αλλοι παράγοντες που φαίνεται να επιδρούν στην περίπτωση του placebo/nocebo είναι η σχέση θεράποντα-θεραπευομένου, η πληροφόρηση ή κινδυνολογία από τα ΜΜΕ σχετικά με κάποιο φάρμακο, ή ακόμα και το όνομα ή λοιπά «κατασκευαστικά» στοιχεία του φαρμάκου όπως το σχήμα, χρώμα ή το μέγεθός του! Παραδείγματος χάριν, τα κόκκινα, κίτρινα ή πορτοκαλί χάπια φαίνεται πως δημιουργούν συσχετισμούς διέγερσης, ενώ τα μπλε και τα πράσινα χάπια τείνουν να παραπέμπουν σε καταστάσεις καταστολής. Επιπλέον, τα κόκκινα χάπια συσχετίζονται συχνά με την καρδιά, ενώ τα μπεζ με δερματικές παθήσεις (Barsky, Saintford, Rogers, & Borus, 2002∙ Tracey, 2010).
Φιλοσοφικές και Κλινικές Συνέπειες
Καταλήγωντας, ο τομέας μελέτης των εικονικών φαρμάκων μοιάζει να υποδεικνύει μια σειρά από σοβαρές φιλοσοφικές και πρακτικές συνέπειες.
Πιο συγκεκριμένα, τα παραπάνω ευρήματα εκλαμβάνονται συχνά ως «αποδείξεις» έναντι του κυρίαρχου φιλοσοφικού ρεύματος του υλισμού.
Υλισμός: Η σύγχρονη φιλοσοφία του νου
«Η σύγχρονη επιστήμη διέπεται από τα αξιώματα του υλισμού, του αναγωγισμού και του ντετερμινισμού», συμπεραίνει ο Beauregard (2012). Τι ακριβώς εννοεί όμως, και ποιες οι ακόλουθες παραδοχές που έπονται μιας τέτοιας θεώρησης;
Στην πράξη, εφαρμοζόμενα στη μελέτη του νου και της συνείδησης, τα παραπάνω αξιώματα λαμβάνουν την ακόλουθη μορφή (Beauregard, 2012):
- Υλισμός
Το σώμα και η συνείδηση δεν διαφέρουν στην ουσία τους, καθώς αποτελούνται από ύλη και στερούνται βαθύτερου νοήματος ή σκοπού.
- Αναγωγισμός
Η συνείδηση και ο νους μπορούν να γίνουν κατανοητά εάν αναχθούν σε μικρότερες ανατομο-λειτουργικές μονάδες όπως είναι τα σωματίδια, ή οι ηλεκτρικές και βιοχημικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στον εγκέφαλο. Συνεπώς, ο νους είναι ταυτόσημος ή παράγωγος της εγκεφαλικής δραστηριότητας, και πλήρως εξηγήσιμος από αυτήν.
- Ντετερμινισμός
Οι άνθρωποι νοούνται ως προκαθορισμένα «αυτόματα» ή «μηχανές». Στο πλαίσιο αυτό, οι προσδοκίες, οι αντιλήψεις ή οι ανθρώπινες προθέσεις δεν θεωρούνται ικανές να επιφέρουν αλλαγές στον οργανισμό.
Προχωρώντας, με βάση τα παραπάνω, η προαιώνια διαμάχη αναφορικά με το ζήτημα του νου και της ύλης/σώματος, λαμβάνει τρεις διακριτές μορφές στα πλαίσια του υλισμού (Beauregard, 2012∙ Blackmore, 2003∙ Dietrich, 2007):
- 1. Epiphenomenalism (Θεωρία του Επιφαινόμενου)
O νους είναι απλώς ένα παράγωγο/επιφαινόμενο της εγκεφαλικής δραστηριότητας, παρότι συχνά -και λανθασμένα- προσλαμβάνεται ως ξεχωριστός και διαφορετικής (μη υλικής) υπόστασης από την σωματική. Με βάση τα παραπάνω, η συνειδητότητα δεν μπορεί να ασκήσει ουδεμία επίδραση επί του εγκεφάλου.
- 2. Eliminativism (Θεωρία Απόσβεσης)
O νους και η συνείδηση αποτελούν -στην ουσία- απαρχαιωμένες έννοιες μιας λαϊκής ψυχολογικής παράδοσης, και αναμένονται να αφανιστούν με την επερχόμενη πρόοδο στα πεδία μελέτης και χαρτογράφησης του εγκεφάλου και των σχετικών του λειτουργιών.
- 3. Identity Theory (Θεωρία Ταυτότητας)
O Νους και η συνείδηση είναι ταυτόσημα της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Απουσία εγκεφαλικής δραστηριότητας σηματοδοτεί και την απουδία συνειδητότητας.
Εναλλακτική ερμηνεία
Εναλλακτικά και σε αντίθεση με τα παραπάνω, πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως ο νους και η συνειδητότητα πιθανώς να «φιλτράρονται» από τον εγκέφαλο, χωρίς όμως να «παράγονται» από αυτόν. Υπό την έννοια αυτή, ο νους μπορεί να επηρεάσει τις σωματικές λειτουργίες, ακόμα και να διαφύγει του σωματικού θανάτου (Beauregard, 2012).
Στο σημείο αυτό, οι περιπτώσεις του nocebo/placebo μοιάζουν να αντικρούουν, μερικώς, την υλιστική θεώρηση του νου και της συνειδητότητας, υποδηλώνοντας πως οι προσδοκίες ή λοιποί δευτερεύοντες νοητικοί και ψυχολογικοί μηχανισμοί μπορούν να ασκήσουν επίδραση στο σωματικό επίπεδο. Υπό την έννοια αυτή, η συνείδηση παύει να θεωρείται ως «ανενεργό» επιφαινόμενο, αλλά αντίθετα μοιάζει να αποκτά μια ιδιαίτερη, διακριτή και ενεργητική υπόσταση.
Από την άλλη πλευρά, σε επίπεδο θεραπείας και αντιμετώπισης της νόσου, το φαινόμενο nocebo/placebo μοιάζει να περιπλέκει τα πράγματα.
Πιο συγκεκριμένα, η σημασία της «θετικής προσδοκίας» μοιάζει να αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα στο πεδίο της βιοηθικής: Από την μια πλευρά, η ενίσχυση απατηλών προσδοκιών ίασης σε ασθενείς με σοβαρές (μη ιάσιμες με συμβατικούς όρους) ασθένειες, θεωρείται παράνομη. Από την άλλη πλευρά, η προσδοκία ίασης φαίνεται πως σχετίζεται με υψηλότερα επίπεδα αισιοδοξίας, με ουσιαστικότερη συμμόρφωση στις απαιτήσεις μιας περίπλοκης θεραπευτικής αγωγής, αλλά και χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών (Ruddick, 1999).
Που οδηγούμαστε λοιπόν; Είναι οι προσδοκίες ικανές να καθορίσουν την έκβαση μιας ασθένειας; Είναι θεμιτό να «δίνουμε ελπίδες» σε ασθενείς στα τελευταία στάδια μιας –συμβατικά- ανίατης νόσου; Είναι σοφό, τελικώς, να αποδεχτούμε πως η ζωή, ο άνθρωπος και η συνειδητότητα δεν αποτελούν τίποτα ανώτερο ή διαφορετικό από ένα μάτσο σωματίδια, χωρίς βαθύτερο νόημα ή τελικό σκοπό; Η απάντηση είναι κάθε άλλο παρά εύλογη. Από την μία πλευρά, ο τομέας μελέτης των σχετικών φαινομένων που υπόκεινται στη δράση των προσδοκιών, αν και ελπιδοφόρος, παραμένει ακόμα σχετικά ανεξερεύνητος. Από την άλλη, οι θεωρίες του υλισμού, αν και διαισθητικά προβληματικές, συνεχίζουν να αποτελούν το κυρίαρχο μοντέλο ερμηνείας της πραγματικότητας και ανθρώπινης κατάστασης. Στο σημείο αυτό, ορισμένοι μελετητές τονίζουν πως η διαδικασία θεραπείας «δεν στηρίζεται μόνο σε πιθανότητες, αλλά και σε δυνατότητες». Ισως λοιπόν να αξίζει να πιστεύουμε ακόμα στα θαύματα!
Αναφορές
Barsky, A. J., Saintford, R., Rogers, M. P., & Borus, J. F. (2002). Non specific side effects and the nocebo phenomenon. Journal of the American Medical Association (JAMA) , 287 (5), 622-627.
Beauregard, M. (2012). Brain Wars. Network Review , 11-13.
Benedetti, F., Lanotte, M., Lopiano, L., & Colloca, L. (2007). When words are painful: Unravelling the mechanisms of the nocebo effect. Neuroscience , 147, 260–271.
Blackmore, S. J. (2003). Consciousness: an introduction (2nd ed.). London: Hodder Education.
Bootzin, R. R., & Bailey, E. T. (2005). Understanding placebo, nocebo, and iatrogenic treatment effects.Journal of Clinical Psychology , 61 (7), 871–880.
Dietrich, A. (2007). Introduction to consciousness: Neuroscience, cognitive science, and philosophy.Basingstoke: Palgrave Macmillan.
Rief, W., Hofmann, S. G., & Nestoriuc, Y. (2008). The power of expectation: Understanding the placebo and nocebo phenomenon. Social and Personality Psychology Compass , 2 (4), 1624–1637.
Ruddick, W. (1999). Hope and deception. Bioethics , 13, 343-357.
Samuels, M. A. (2007). ‘Voodoo’ death revisited: The modern lessons of neurocardiology. ClevelandClinical Journal of Medicine , 74 (1), 8-16.
Scott, D. J., Stohler, C. S., Egnatuk, C. M., Wang, H., Koeppe, R. A., & Zubieta, J.-K. (2008). Placebo and nocebo effects are defined by opposite opioid and dopaminergic responses. Arch Gen Psychiatry , 65(2), 220-231.
Tracey, I. (2010). Getting the pain you expect: Μechanisms of placebo, nocebo and reappraisal effects in humans. Nature Medicine , 16, 1277-1283.
Who is Who:
Η Μαριλένα Αβραάμ-Ρέπα είναι ψυχολόγος (Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών) με μεταπτυχιακό στην «Υπερπροσωπική Ψυχολογία και Σπουδές Συνειδητότητας» από το πανεπιστήμιο του Northampton στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο κλάδος της ειδικεύεται σε επιστημονικά, και συχνά περιθωριοποιημένα, ζητήματα όπως η παραψυχολογία και η πνευματικότητα, αλλά και σε πιο συμβατικά, όπως οι σύγχρονες νευροψυχολογικές προσεγγίσεις και η φιλοσοφία του νου.
Σημείωση: Το άρθρο αυτό της Μαριλένας Αβραάμ-Ρέπα πρωτοδημοσιεύτηκε στο εβδομαιδαίο περιοδικό του Ελεύθερου Τύπου, τα “Φαινόμενα”